φοβηθεῖσα

φοβηθεῖσα
φοβέω
put to flight
aor part pass fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φοβηθείσας — φοβηθείσᾱς , φοβέω put to flight aor part pass fem acc pl φοβηθείσᾱς , φοβέω put to flight aor part pass fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοβηθεῖσ' — φοβηθεῖσα , φοβέω put to flight aor part pass fem nom/voc sg φοβηθεῖσι , φοβέω put to flight aor part pass masc/neut dat pl φοβηθεῖσαι , φοβέω put to flight aor part pass fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέμω — ΝΜΑ 1. ταράζομαι από αλλεπάλληλες κινήσεις, σείομαι (α. «έτρεμε ο τόπος από τον σεισμό» β. «τρέμει ή φωνή», Αριστοτ.) 2. παθαίνω τρεμούλα από αδυναμία, από κρύο ή από πυρετό (α. «έτρεμε σαν το ψάρι» β. «ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῑσα καὶ τρέμουσα», ΚΔ) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”